- σουήπστεϊκ
- και σουίπστεϊκ, το, Νάκλ. (ξεν. λ.) είδος λαχείου κατά το οποίο οι αριθμοί που κερδίζουν προκύπτουν από τη σειρά τερματισμού τών αλόγων σε συγκεκριμένη ιπποδρομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sweepstake < sweep «σκουπίζω, σαρώνω» + stake «στοίχημα»].
Dictionary of Greek. 2013.